Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Εις μνήμην Κώστα Βοσταντζόγλου (1949-2021): Τα τελευταία κείμενα.


Προχτές ο Χάρος δούλευε υπερωρίες -πήρε τον Τσικ Κορία, τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Κώστα Βοσταντζόγλου, τον μεγάλο γιο του μεγάλου Μποστ. Και οι τρεις σημαντικοί, αλλά εγώ θέλω να αφιερώσω το σημερινό άρθρο στη μνήμη του τρίτου, που τον γνώριζα καλά.

Ο Κώστας Βοσταντζόγλου ήταν εικαστικός, γραφίστας, έκανε πολλά εξώφυλλα βιβλίων. Ήταν και θεατρικός συγγραφέας -στο ιστολόγιο είχα παρουσιάσει τη μαυρη κωμωδία του «Ο ελέφας«. Στο άρθρο εκείνο τον έγραφα «Μποσταντζόγλου» αλλά το επίσημο όνομά του ήταν με Β αρχικό, όπως ήταν η αρχική μορφή του επιθέτου -ο Μποστ το έτρεψε σε «Μποσταντζόγλου», που το έχει κρατήσει και ο άλλος γιος, ο Γιάννης, ο γνωστός ηθοποιός. Ο Θεολόγος Βοσταντζόγλου, του Αντιλεξικού, έχει επίσης την παλιότερη μορφή του επωνύμου.

Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Ο Κώστας Βοσταντζόγλου ήταν ένας γλυκύτατος και ευφυέστατος άνθρωπος με πεντακάθαρο βλέμμα. Είχα τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίσω και να συνδεθώ φιλικά μαζί του όταν έφτιαχνα το ημερολόγιο της ΕΣΗΕΑ που ήταν αφιερωμένο στον Μποστ και στη συνέχεια όταν διοργανώσαμε στο Μπενάκη την έκθεση Μποστ, το 2013. Κάναμε πολλή δουλειά μαζί, τότε, πήγα στο σπίτι του για να δούμε ποιες γελοιογραφίες του πατέρα του σώζονταν σε πρωτότυπο (λίγες, γιατί επί χούντας το αρχείο του κατασχέθηκε και χάθηκε) και πολύ χαιρόμουν τις κουβέντες μας διότι, καθώς είχαμε και οι δυο απομνημονεύσει πολλές ατάκες του Μποστ, ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε. Μετά μιλούσαμε στο τηλέφωνο ή στα σόσιαλ -τι κάνετε κύριε Νίκο μου; Καλά, εσείς κύριε Κώστα μου;

Στα νιάτα του, ο Κώστας Βοσταντζόγλου ήταν πρωταθλητής της κολύμβησης με ειδικότητα στην πεταλούδα, είχε κερδίσει πανελληνιους αγώνες και ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας. Ήταν επίσης πολίστας με τον Παναθηναϊκό. Κάποτε έλεγε ιστορίες από τα χρόνια εκείνα, αλλά όχι πολύ συχνά.

Ο Κώστας χτυπήθηκε από τον καρκίνο. Στον πρώτο γύρο βγήκε νικητής, αλλά ξαφνικά, στις 16 Δεκεμβρίου, ανάρτησε στο Φέισμπουκ το εξής κείμενο:

ΔΕ ΘΕΛΩ ΤΗ ΣΥΜΠΟΝΙΑ ΚΑΝΕΝΟΣ

Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά

…κι έκανε μετάσταση στα κόκκαλα μου…

Ήρθε που λέτε και ζητάει ρεβάνς. Ρεβάνς θέλει; Θα την έχει. Προβλέπεται ξανά λυσσαλέος αγών. Ρόκυ Μπαλμπόα εναντίον Απόλλο Κριντ σε βελτιωμένη βερσιόν. Το φως εναντίον του αιωνίου σκότους. Ο «κόκκινος» Κώστας εναντίον του Χάροντος σε μια τιτανομαχία που θα σας κόψει την ανάσα. Θα πονέσω, θα ματώσω …και θα νικήσω. Ξανά. Και ξανά. Όσες φορές θέλει.

Έχω δουλίτσες να τελειώσω πριν αποχωρήσω. Θα έχει πλάκα η συνέχεια.

Το πάλεψε πράγματι. («Θα την κερδίσεις και τη ρεβάνς, κύριε Κώστα μου», του είχα γράψει) Η τελευταία του ανάρτηση στο Φέισμπουκ ήταν:

Η αβατάρα του (το εικονίδιο με το πρόσωπό του) τον δείχνει με τσιγάρο. Κάπνιζε πολύ, αν και τους τελευταίους μήνες, πριν εκδηλωθεί μάλιστα η αρρώστια, το είχε κόψει.

Συγκέντρωσα μερικά από τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε στο Φέισμπουκ ο Κώστας και τα παρουσιάζω εδώ, εις μνήμην. Παρόλο που, αναγκαστικά, είναι κείμενα εφήμερα, νομίζω πως μας δίνουν μια καλή εικόνα για τον άνθρωπο που έφυγε.

Μια ανάρτηση στις 13 Δεκεμβρίου 2020, στα 25 χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του:

13 Δεκέμβρη πριν 25 χρόνια. Πρωϊ. Η ώρα 10.30. Χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο. Είναι η μάνα μου. Κλαίει. Ο πατέρας. Πεθαίνει. Παρατάω τα προσχέδια για το Nescafe στη μέση, βουτάω το μπουφάν και αρχίζω να τρέχω. Ίσα που προλαβαίνω να πω στη γυναίκα μου πως πάω στο Ιπποκράτειο. Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο 6 τετράγωνα μακριά. Το φτάνω με την ψυχή στα δόντια. Ξεκινάω σαν να τρέχω σε σιρκουί. Κάνε Θεέ μου να τον προλάβω ζωντανό. Κόψε από εμένα που είμαι άχρηστος χρόνια και δωσ’ τα σ’ εκείνον. Μη μου τον πάρεις. Όχι ακόμα.

Από το τέρμα της Συγγρού στο Ιπποκράτειο την προηγούμενη μέρα το έκανα σε 45 λεπτά. Το χέρι μου είναι κολλημένο στην κόρνα. Κάνω ότι μου κατέβει από ελιγμούς με το γκάζι κολλημένο στο σανίδι. Φτάνω σε 20 λεπτά στο νοσοκομείο. Το ασανσέρ ανεβαίνει βασανιστικά αργά στον 5ο όροφο. Στον προθάλαμο του 5ου η μάνα κλαίει. Ο αδερφός μου την βαστάει αγκαλιά και προσπαθεί να την παρηγορήσει. Έφτασε πριν από εμένα.

Τρέχω στο δωμάτιο του πατέρα. Γιατροί και νοσοκόμες σκυμμένοι πάνω του. Είναι γυμνός από την μέση και πάνω. Μια νοσοκόμα με εμποδίζει να μπώ. Κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι της πόρτας. Ένας γιατρός προσπαθεί να τον επαναφέρει όπως στις ταινίες, βάζοντας στο κορμί του δυο σίδερα. Το κορμί του πατέρα τραντάζεται. Τινάζεται επάνω. Τίποτα. Ξανά και ξανά. Τίποτα. Τίποτα. Μια νοσοκόμα του κλείνει τα μάτια. Τετέλεσται.

Αυτό το δόλιο λεπτό κορμάκι είναι ο πατέρας μου; Mοιάζει τόσο μικρόσωμος ξαφνικά. Που χώρεσε τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα μέσα του; Τον σκεπάζουν με το σεντόνι. Ένας γιατρός βγαίνοντας μου λέει: κάναμε ότι μπορούσαμε… Συλλυπητήρια.

Ο χρόνος σταμάτησε. Για άλλους τρέχει. Για εμένα σταμάτησε. Ο φάρος μου έσβησε. Κάθομαι χάμω, μπροστά στην πόρτα και κλαίω. Τον παίρνουν μ’ ένα φορείο με ρόδες που στριγκλίζουν όποτε στρίβει. Μπαίνω στο δωμάτιο. Παίρνω το ρολόϊ του από το κομοδίνο δίπλα στο μαξιλάρι του κι ένα βιβλίο που του είχα αγοράσει πριν δυο μέρες για να περνάει την ώρα του. Ένας γιατρός μου δίνει σε ένα πλαστικό σακκουλάκι την βέρα του, την ταυτότητα, κάτι χρήματα που είχε μαζί του και να υπογράψω ένα χαρτί.

Δεν πρόλαβε να δει την εγγονή του. Η Μαρία Θαλασσινή γεννήθηκε 14 ώρες πριν φύγει. Του το είπαν και γέλασε. Σκουπίζω τα μάτια μου. Πάω στον προθάλαμο. Η μάνα μου εξακολουθεί να σπαράζει στην αγκαλιά του Γιάννη. Κλαίει και εκείνος και έχει πανιάσει. Κατεβαίνουμε αγκαλιασμένοι τρικλίζοντας και βαστώντας ο ένας τον άλλο σαν μεθυσμένοι. Γυρνάμε στο πατρικό μου. Το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει. Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, συνεργάτες, δημοσιογράφοι. Χάος. Η πόρτα της εισόδου ανοιχτή. Η θειά μου ετοιμάζει καφέδες. Έρχεται ο Κώστας Καζάκος, ο Βασίλης ο Δημητρίου με τη Νανά, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης ο Κοντός, ο Κωστής Γκιμοσούλης, ο Σγουράκης, όλοι οι κολλητοί του κι ο συνονόματος εγγονός του ο Μέντης κλαίγοντας. Μαζί και η Μιμή και η Μαρίνα μου. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Στο σαλόνι μας δεν χωράνε πιά. Όσοι έρχονται από κάποια στιγμή και μετά στέκουν όρθιοι. Πλημμυρίζουν το χωλ, το υπνοδωμάτιό μας, την κουζίνα. Κάποια στιγμή μετράω κεφάλια. Ογδόντα τέσσερις!!! Όλοι θυμούνται στιγμές του. Γελάνε και κλαίνε. Εγώ θυμάμαι μόνο την αγκαλιά του. Αυτήν που χώραγε όλο τον κόσμο.

Στην κηδεία του, ο αδερφός μου θέλησε να μιλήσει. Είπε τρεις λέξεις μόνο και δεν μπόρεσε να συνεχίσει γιατί τον πήρανε τα δάκρυα που συνηθίζουμε να ρίχνουμε άφθονα στο Μποσταντζογλέϊκο όποτε συγκινούμαστε, μιας και έχουμε απευθείας σύνδεση των δακρυγόνων αδένων μας με την ΕΥΔΑΠ και δεν μας κοστίζει ακριβά. Δεν είπε ο Γιάννης μου πως ήταν ένας ελεύθερος, περήφανος άνθρωπος, σπάνιο πνεύμα, καλός ζωγράφος, δημοσιογράφος, σκηνογράφος, διαφημιστής, στιχουργός, εικονογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Τίποτα απ’ όσα άλλα ήταν.

Είπε: ήταν καλός άνθρωπος…

…Κι αυτός ήταν ο καλύτερος επικήδειος και ο πιο λιτός, εύστοχος και μεγάλος τίτλος τιμής που έχω ακούσει ποτέ μου για άνθρωπο.

Σχόλιο την ημέρα των γενεθλίων του (19/11)

Ευχαριστώ εκθύμως όλες τις γυναίκες που με σκέφτηκαν και μου στείλανε ευχές. Γνωρίζοντας πως η ανασφάλειά μου χτυπάει κόκκινο και πέφτω κλαίων στα πατώματα όταν δεν έχω απτές αποδείξεις πως με αγαπά ο γυναικείος πληθυσμός της πατρίδος, κάνατε φέτος συγκινητικές προσπάθειες να μην νοιώσω μειονεκτικά. Το πλήθος και το πάθος των γυναικών που με σκέφτηκε, βοήθησε δραστικά στο να ανορθωθεί το ηθικό μου το οποίο ήτο πεσμένο καθέτως εξαιτίας του λουμπάγκο που με τυραννάει. Σας διαβεβαιώ όλες ανεξαιρέτως, πως πράξατε θεάρεστον έργο.

Δυστυχώς δεν μπορώ να αποδείξω σε κάθε μία από εσάς, ξεχωριστά, με κανέναν εφικτό τρόπο το πόσο εκτιμώ το μυαλό σας που σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές για το έθνος, εσείς εστιάσατε την προσοχή σας, δείξατε στοργή και εκφράσατε τα τρυφερά και αγνά αισθήματά σας σε εμένα, τον πάσχοντα συνάνθρωπο, παραβλέποντας το γεγονός πως ως κομμουνιστής είμαι κατσαρίδα και τρωκτικό. Έτσι είπε η κυρία Έβερτ και για να το πει αυτή, κάτι ξέρει. Ο λόγος της με πίκρανε, μα ευτυχώς εσείς, όλες εσείς που κρυφίως ποθείτε κομμουνιστές εβδομήντα ενός ετών που διαθέτουν θείο κορμί, φιδίσιο και σεξουαλικό που κλείνει μέσα του ως ανεκτίμητο θησαυρό μυαλό τρίχρονου, της δώσατε την πρέπουσα απάντηση με την γενναία στάση σας. Είστε το άλας της γης, σας αγαπώ, σας θαυμάζω και σας ερωτεύομαι πλατωνικώς.

Αν ήθελα να σας αγαπήσω άλλως πως, η κεντρική επιτροπή της οικίας μου δια της γενικής γραμματέως Μαρίνας, εσάς μεν θα σας έστελνε σε γκουλάγκ στην Υπερδνειστερία να κόβετε τον πάγο σε κύβους, κάτι που δεν θέλουμε, εμένα δε θα με τυρρανούσε με αδιανόητους και φρικτούς τρόπους που μόνο ένα γυναικείο μυαλό θα μπορούσε να εφεύρει. Ούτε αυτό το θέλουμε. Αρκετά όμως με εσάς που λατρεύω. Έχετε καταλάβει το πνεύμα μου και αρκεστείτε σε αυτό. Οι άντρες δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου γράψατε. Σας έδωσα ποτέ κανένα δικαίωμα; Ποιος σοβαρός άνθρωπος ασχολείται με εσάς; Εγώ όχι. Είμαι σοβαρός άνθρωπος. Εσείς ξέρουμε τι είστε. Για τα θηλυκά δεν ξέρουμε τίποτα και μέχρι να μάθουμε, έχουμε υποχρέωση να ψάχνουμε και να εξερευνούμε ως άλλοι Λίβινγκστον αυτήν την terra incognita.

Υ.Γ. Με την τελευταία παράγραφο, θεωρώ πως έσωσα τη ζωή μου. Αν το επόμενο διάστημα δεν δείτε κείμενά μου, θα βρίσκομαι στον οικογενειακό τάφο των Βοσταντζόγλου όπου θα μπορείτε αφόβως να εναποθέτετε τιμητικώς άνθη και στεφάνους εις ενδόξως πεσόντα εις μάχην υπέρ του δικαιώματος των γυναικών να τον λατρεύουν απροσκόπτως.

* Μια «τραγική ιστορία» (ο Μποστ πατήρ δημοσίευε κάποτε μια σειρά σκίτσων με έμμετρο κείμενο με αυτόν τον τίτλο), γύρω στις 20 Δεκεμβρίου:

ΤΡΑΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν ξέρω αν μάθατε αυτό το αποτρόπαιο συμβάν από τα σόσιαλ μίντια, που μας ενημερώνουν για όλα, αλλά προσφάτως χάσαμε τον τελευταίο ανθρωποφάγο κανίβαλο. …Και ήταν προστατευόμενο είδος…

Τα τελευταία χρόνια, ζούσε μοναχός χωρίς αγάπη κι όλα γύρω ήσαν σκοτεινά. Όσες του είχανε στείλει για να ζευγαρώσει και να διαιωνιστεί το είδος, τις έφαγε διότι είχαν γεύση από μέλη.

Το Βατικανό αρνιότανε πεισματικά τα τελευταία χρόνια να του στείλει ιεραποστόλους προς βρώσιν, με την σαθρή δικαιολογία πως τους έψηνε στη σούβλα. Εννοείται, πως το Avaaz είχε ξεκινήσει καμπάνια – την οποία είχα υπογράψει – καταδικάζοντας τη στάση του Βατικανού, αλλά δυστυχώς δεν απέδωσε τους καρπούς που όλοι αναμέναμε εναγωνίως. Η ελληνική ορθόδοξος εκκλησία εκώφευσε στις εκκλήσεις μας για συντήρηση του ανθρωποφάγου, παρά το ότι διαθέτει παχυλούς επισκόπους και αρχιμανδρίτας με άφθονο ξύγκι, ικανούς να συντηρήσουν το προστατευόμενο είδος επί πολύ, με την δικαιολογία πως προτιμά να τους χάσει από επιδεικτικό γλείψιμο κουταλιών μαζί με το ποίμνιό τους. (Καταδικάζω).

Και ερωτώ : είναι δυνατόν στον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα της προόδου, τον αιώνα που ο Τραμπ καθαρίζει την Αμερική από τον περισσευούμενο πληθυσμό με έναν απλό κινέζικο ιό, τον αιώνα που ο Μπιλ Γκέϊτς αποφάσισε να βάλει τσιπάκι στον Μήτσο από την Μαγούλα για να τον ελέγχει, τον αιώνα που θα αγοράσουμε Rafale και φρεγάτες, που η Μαρέβα είναι υπέρκομψη, που ο Κούλης σκίζει στις συνόδους κορυφής παίζοντας τον καρπαζοεισπράκτωρα, τον αιώνα που μας λείπουνε ΜΕΘ εμείς να αφήνουμε να χάνονται προστατευόμενα είδη; Τι είναι τα προστατευόμενα είδη της αχανούς Αφρικανικής ηπείρου; Αθώοι συμπολίτες μας που φτάνουν σε νοσοκομεία και μας περισσεύουν; Ερωτώ. Έτσι δείχνουμε τον πολιτισμό μας;

Για να μην μακρηγορώ, σας λέω μετά λόγου γνώσεως πως ο ατυχής ανθρωποφάγος, μη βλέποντας να έρχεται τροφή από πουθενά, έφαγε τον εαυτό του. Αν και το φρικτό τέλος αυτού του ατυχούς δεν σας συγκινεί, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να σας συγκινήσει αυτές τις άγιες μέρες.

Ίσως ο Άγιος Βασίλης να τα καταφέρει. Ίσως πάλι ο καπιταλισμός και τα καλά που μας φέρνει συνεχώς, θα είναι μια παρηγοριά για εσάς τα Χριστούγεννα. Αν δεν σας φτάνει ο καπιταλισμός, θυμηθείτε προχείρως κάποιες εκφάνσεις του. Τον Μπακογιάννη – δήμαρχο, τον Χρυσοχοϊδη – προστάτη του πολίτη, τον Άδωνη – αντιπρόεδρο, τον Μπογδάνο – βουλευτή ή την Κεραμέως στο Παιδείας και θα έρθετε στα ίσα σας. Εγγυημένα.

Κι ένα σύντομο πολιτικό σχόλιο, 11 Δεκεμβρίου:

Μετά την πρωτοφανή επιτυχία μας στην σύνοδο των ηγετών της Ε.Ε., δηλώνω υπευθύνως πως δεν έχουνε ξαναδεί τα ματάκια μου κυβέρνηση να τα κάνει σκατά σε όλους τους τομείς, με τόσο άριστο τρόπο.

(Ο ΣΥΡΙΖΑ τα έκανε σκατά βέβαια και εκείνος, αλλά όχι άριστα. Μισές δουλειές έκανε. Πασαλείμματα.)

Ένα μεγάλο κείμενο για τη σχέση που είχε μικρός με τη θάλασσα, με πολιτικό υστερόγραφο, Οκτώβριος:

Απ’ όσο θυμάμαι, η σχέση μου με τη θάλασσα και το θαλασσινό νερό της, μέχρι που έφτασα πέντε ετών, ήταν εξαιρετική. Μη γνωρίζοντας κολύμπι, φοβόμουνα μην πνιγώ μέσα της, οπότε ήταν λογικό να την κοιτάζω εκ του μακρόθεν αντί να την χαίρομαι. Άσε που πάθαινα πλάκα όποτε σκεφτόμουνα πως μπορεί να με φάνε οι κάτοικοί της. Κάτοικοι του βυθού που τρώνε μικρά παιδιά που είναι λιπόσαρκα και έχουνε κατσαρά μαλλιά. Σε μεσημεριανούς καλοκαιρινούς εφιάλτες, έβλεπα τεράστια χταπόδια σαν αυτά που αντιμετώπιζε ο πλοιαρχος Νέμο, να κολλάνε τις βεντούζες τους στη μούρη μου και να μου απαγορεύουν την ανάσα. Έβλεπα καρχαρίες να με κόβουνε στα δύο με τις πριονοκορδέλες που είχανε για δόντια, έβλεπα φάλαινες φυσητήρες τεράστιες σαν τον Λεβιάθαν να με καταπίνουν και να με κατεβάζουν στο βαθύτερο αμπάρι της κοιλιάς τους όπου φυλακιζόμουν ισόβια πίσω από τα κάγκελα που σχημάτιζαν οι μπαλένες. Με τρομάζανε τα φύκια, οι τσούχτρες και οι ιππόκαμποι. Προτιμούσα λοιπόν να κάθομαι στην άμμο και να χτίζω κάστρα παρά να βουτάω στα νερά, διότι άμα βουτάς στα νερά βρέχεσαι. Άμα βρέχεσαι κρυώνεις. Άμα κρυώνεις, αρρωσταίνεις κι άμα αρρωστήσεις πεθαίνεις. Όλοι το ξέρουν αυτό.

Καθόμουνα λοιπόν στην άμμο, μαζί με τον Νανάκη που ήταν ο κολαούζος μου ο υπασπιστής και αυτοκόλλητός μου και πετάγαμε άμμο ο ένας στον άλλο και στους γύρω μας πράγμα που πολύ το εκτιμούσαν. Ανακαλύπταμε οι δυό μας σκάβοντας μεθοδικά ως γνήσιοι εξερευνητές και άλλοι Σλήμαν όλους τους αμύθητους θησαυρούς που είχαν θάψει οι αιμοδιψείς κουρσάροι του Αιγαίου και οι διάφορης εθνικότητας πειρατές στις ακτές. Πειρατές που είχανε ξύλινο ποδάρι, ήτανε μονόφθαλμοι, είχανε ένα γάντζο αντί για χέρι, στον ώμο τους ήτανε στερεωμένο ένα πράσινο που λέγεται παπαγάλος και τραγουδάγανε μεθυσμένοι τρικλίζοντας γιοχοχό κι ένα μπουκάλι ρούμι.

Αυτούς τους θησαυρούς τους βάζαμε στο ειδικό κουτί που κουβαλούσαμε παντού με τον Νανάκη και τους φυλάγαμε προσεκτικά γιατί ήτανε πολύτιμοι. Βάζαμε λοιπόν στο κουτί μέχρι να φισκάρει, αποτσίγαρα, αστερίες, καπάκια από πορτοκαλάδες, από Σινάλκο και μπύρες Φιξ, βότσαλα χρωματιστά, και μεταχειρισμένα προφυλακτικά κι ύστερα πηγαίναμε περήφανοι και αδειάζαμε τους θησαυρούς μπρός στα πόδια της μάνας μου. Το πως μας καμάρωνε η μανούλα, δε λέγεται. Την ακούγανε σε απόσταση χιλιομέτρων. Στα πέρατα του κόσμου.

Άλλες φορές σκάβαμε στην άμμο κι ανακαλύπταμε στα δέκα εκατοστά βάθος, αγνό πετρέλαιο και κατάμαυρη πίσσα. Αυτά όλα, μιλάμε εξήντα τόσα χρόνια πριν το Ορούτς Ρέϊς βγει σεργιάνι και το φέρουνε οι άνεμοι και τα κύματα στην υφαλοκρηπίδα μας. Γι αυτό λέω πως οι Τούρκοι είναι ηλίθιοι και μπουνταλάδες. Αν ρωτάγανε εμένα ή τον Νανάκη αν έχει πετρέλαια και πίσσες στις θάλασσές μας θα τους διαβεβαιώναμε ευθαρσώς πως έχει άφθονα και δεν θα χρειαζότανε να συγχίζεται ο Χουλουτσί Ακάρ και να μπαίνει σε έξοδα με ερευνητικά σκάφη. Εμείς οι δυό, παντού, άκοπα ανακαλύπταμε πίσσα εκείνα τα χρόνια και πασαλειβόμασταν μ’ αυτήν από κορυφής έως ονύχων. Από τότε ως σήμερα, ελάχιστα άλλαξαν, άρα και σήμερα όποιος θέλει να πασαλειφτεί με πίσσες μπορεί να το κάνει όπου υπάρχει ελληνική θάλασσα.

Οι ανακαλύψεις μας όμως δεν σταματούσαν εκεί. Μυριζόμασταν στον αέρα σαν τα κυνηγόσκυλα τους παγωτατζήδες, πριν καν εμφανιστούν στα πέριξ, όπως μυριζόμασταν στα δέκα χιλιόμετρα και εκείνον που κουβαλούσε στην τάβλα λουκουμάδες. Δεν θα πω πως εγώ και ο Νανάκης είμασταν κοιλιόδουλοι. Είμασταν δυο απολύτως φυσιολογικά παιδιά, ελάχιστα πιο φαγανά από τον μέσο όρο όσων παιδιών ποθούσαν λουκουμάδες έξι χρόνια μετά την λήξη του εμφύλιου. Ο πατέρας είχε την γνώμη πως ήτανε καλύτερα να μας ντύνει παρά να μας ταϊζει γιατί του κοστίζαμε ο κούκος αηδόνι, αλλά και αυτή την αυταπάτη του την διαλύσαμε εντελώς στα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι μια τρανή απόδειξη πως ακόμα και σοφοί άνθρωποι κάνουνε λάθη και ότι δεν πρέπει να δίνουμε τόση σημασία στους μεγαλύτερους γιατί τρέφουν και αυτοί αυταπάτες. Καθήκον δικό μας είναι να τις κάνουμε να σωριάζονται σε ερείπια και αυτό κάναμε μεθοδικά και με σχέδιο ισάξιο του Νεϋ του επιτελάρχη του μεγάλου Ναπολέοντα.

Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας και φτάνοντας έξι, εγώ άρχισα τις τρέλες. Καθόμουνα στα ρηχά με κουλούρα, μπρατσάκια και μάσκα και επιθεωρούσα με εμβρίθεια επιστήμονος άδεια κοχύλια. Ο Νανάκης στο μεταξύ ήδη πλατσούραγε σαν παπί χωρίς παρελκόμενα. Εγώ σταθερός και άνθρωπος των παραδόσεων, έκανα ότι είχα μάθει. Δεν τόλμαγα να πάω πιο βαθιά από εκεί που το νερό ξεπέρναγε τους αστραγάλους μου. Όλα όμως άλλαξαν άρδην όταν έγινα εφτά. Όταν έφτασα στα εφτά, ο ξάδερφός μου ο Νίκος που έμενε στο Λουτράκι και παραθερίζαμε μαζί του, μου χάρισε μια σαμπρέλα αυτοκινήτου κατάμαυρη σαν την κόλαση.

Σ’ αυτή την σαμπρέλα μπορούσα να ξαπλώνω σαν πασάς και να την αφήνω να με πηγαίνει στα νερά δίχως φόβο. Μιαν ημέρα των ημερών λοιπόν, εκεί που έλαμνα ξαπλωμένος ανάσκελα με τα χέρια μου αντί για κουπιά, ανέμελος και πανευτυχής πλησίον της ακτής, πλησιέστερα δεν γινόταν, ένα άτιμο ρεύμα άρχισε να με τραβάει στα άπατα. Στην αρχή δεν φοβήθηκα. Τρομοκρατήθηκα όμως όταν η σαμπρέλα έκανε ένα τσιριχτό παφ, ξεφούσκωσε εν ριπή οφθαλμού και πήγα κατευθείαν στον πάτο. Ξαφνικά δεν ήξερα που βρισκόμουνα. Παντού νερό. Τα πόδια μου πάταγαν άμμο , βότσαλα και φύκια, πιο ψηλά, λες και ήτανε μίλια μακριά, έβλεπα τα πόδια ανθρώπων που κολύμπαγαν, δεν μπορούσα να ανασάνω, ήπια νερό, (είμαι σίγουρος πως κατέβασα αιφνίδια στην κοιλιά μου την στάθμη της θάλασσας τουλάχιστον δύο μέτρα), χτυπιόμουνα σαν τρελός και ξαφνικά πετάχτηκα ανάμεσα στο πλήθος σαν φελλός από μπουκάλι σαμπάνιας στον αφρό και στο καθαρό ζωογόνο αεράκι. Πως το κατάφερα, παραμένει άγνωστο ως τα σήμερα. Κανένας μα κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γίνηκε. Ούτε η μάνα μου, ούτε ο Νανάκης, ούτε ο Νίκος. Θα είχα πνιγεί ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμο και θα με είχανε κρίμα στο λαιμό τους οι άχρηστοι, όπως εγώ είχα κρεμασμένη στο λαιμό μου σαν λαιμαριά αλόγου την μαύρη σαμπρέλα.

Από τότε, από εκείνη την καλοκαιρινή Αυγουστιάτικη μέρα, ήξερα πως ποτέ ξανά δεν θα με δάμαζαν τα κύματα και τα νερά κι άρχισα να πλατσουράω σαν βατράχι.

Στα δέκα μου είχα γίνει όπως όλα τα γειτονόπουλα πρόσκοπος, στην ενωμοτία των Λεόντων. Οι πρόσκοποι λοιπόν της 8ης, θα πηγαίναμε τριήμερη εκδρομή στο Δήλεσι. Μας ζητήθηκε να φέρουμε από τους γονείς μας ένα χαρτί που θα επέτρεπε να κάνουμε μπάνιο. Πήγα στον πατέρα μου και του ζήτησα να γράψει πως μου επιτρέπει να μπώ στον Ευβοϊκό με μαγιό. Πάντα πρόθυμος για το κακό ο γλυκός μου ο πατήρ, έγραψε στον έφορό μας τον κύριο Σάγο: “Επιτρέπω στον υιό μου να κάνει μπάνιο στο Δήλεσι. Εάν πνιγεί, παρακαλώ φέρτε μου το πτώμα για να το θάψω χριστιανικώς. Μποστ”.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν δεν πιστεύει ούτε ο πατέρας σου πως μπορείς να κολυμπήσεις, επαληθεύεται πανηγυρικά η ρήσις: ουδείς προφήτης εν τω οίκω αυτού. Έπρεπε να περάσουν οκτώ ακόμα ατελείωτα χρόνια, να έρθει ο πατέρας μου μία και μοναδική φορά στην πισίνα του Ζαππείου, να με δει πρωταθλητή Ελλάδας, για να πειστεί πως δεν θα με φέρουνε μπροστά του πεθαμένο και νεκρό και δεν θα χρειαστεί να με κλάψει χριστιανικώς εξ αιτίας πνιγμού. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Υ.Γ. Αν νομίζετε πως πρέπει να γράψω για τα ανεκδιήγητα χάλια του επιτελικού Μητσοτακέϊκου κράτους, για τον σύριζα που ασχολείται με σηματάκια, για κορονοϊούς , το κεραμεοπαιδείας και τα ευαγή ιδρύματα των συμμάχων (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ), σας βεβαιώ πως υπάρχουν και άλλα πράγματα για να περνάω την ώρα μου. Όπως το να γυαλίζω το χαμόγελό μου για να τυφλώσω την απελπισία που νοιώθω για όσα τραβάει η γλυκειά πατρίς

Πολιτικό σχόλιο την παραμονή των αμερικανικών εκλογών:

Τέτοιες ώρες θυμάμαι τον πατέρα μου. Πλησίαζε η μέρα για την κάλπη στην Ελλάδα και μια παρέα από φίλους του τσακωνόταν για το ποιος θα βγεί πρωθυπουργός. Αυτός άκουγε. Κάποια στιγμή τον ρώτησαν. Εσύ Μέντη ποιος λες ότι θα βγεί; Εκείνος που θέλουν οι «Αμερικάνοι» απάντησε.

Αν τον ρώταγαν σήμερα ποιος θα βγεί μεταξύ Τραμπ και Μπάϊντεν, το ίδιο θα απαντούσε. Χωνέψτε το. Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεμπουπλικάνων. Στο βάθος ίδια πολιτική ακολουθούν. Με παραλλαγές. Και δεν την καθορίζουν αυτοί. Την καθορίζουν άλλοι.

Ναι. Ο Τραμπ είναι αλήτης, χυδαίος και αχρείος. Ο Μπάϊντεν είναι «κύριος». Αυτός που θέλουν οι «Αμερικάνοι» είναι αυτός με τις καλύτερες διασυνδέσεις με τους πετρελαιάδες, το λόμπυ των βιομηχάνων όπλων και τους αμύθητα πλούσιους πάσης φύσεως. Αυτοί είναι οι «Αμερικάνοι». Όποιος δώσει γην και ύδωρ σ’ αυτούς τους «Αμερικάνους», αυτός θα βγεί. Την δεδομένη στιγμή και οι δύο διεκδικητές τα έχουν δώσει όλα σ’ αυτούς που κινούν τα νήματα. Γι αυτό και η μάχη είναι αμφίρροπη. Διαβάζοντας ιστορία ένα έμαθα. Μεταξύ του Καλιγούλα και του Ηλιογάβαλου δεν διαλέγεις. Το παιχνίδι είναι στημένο. Αν θέλετε φυσικά να διαλέξετε ποιος κανίβαλος από τους δύο θα σας φάει, παρακολουθήστε με αγωνία τα τεκταινόμενα. Εγώ έχω λουμπάγκο και δεν θα σας ακολουθήσω στους πανηγυρισμούς. Ξέρω πως ο Τραμπ θα με φάει με τα χέρια. Ο Μπάϊντεν με μαχαιροπήρουνα.

* Κι ένα εκτενές χριστουγεννιάτικο (27.12.2020)

Αυτές τις Άγιες μελαγχολικές μέρες, τις περνάω διαβάζοντας, τρώγοντας μελομακάρονα και κουραμπιέδες, παρακολουθώντας ιστορικές σειρές του BBC στην συνδρομητική, ακούγοντας μουσική και μιλώντας επί παντός επιστητού με τη συμβία και την κόρη μου. Δηλαδή κάνω πρωτότυπα πράγματα. Πράγματα που ο υπόλοιπος κόσμος δεν κάνει τέτοιες μέρες. Αυτά τα πρωτότυπα πράγματα είναι που με κάνουν να ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους. Τα παλιά χρόνια, έπαιζα τέτοιες μέρες χαρτιά, έτρωγα κτηνωδώς και αγόραζα δώρα που κανένας δεν χρειαζόταν. Στα χρόνια του κορωνοιού , κλεισμένος μέσα, πονώντας κατά διαστήματα, οι συγγενείς και οι φίλοι στερήθηκαν τα δώρα μου. Εκείνοι πάλι που παίζαμε μαζί χαρτιά, στερήθηκαν και τα πλούτη μου. Ο αφόρητος πόνος στην τσέπη τους με κάνει να νοιώθω τύψεις. Επιμένανε όλοι τους πως όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη. Δεν με ξέρανε καλά. Εγώ έχανα και εκεί, μέχρι την ημέρα που μια σεμνή κορασίς, η ατυχής Μαρίνα, έπεσε μετωπικά επάνω μου και εμαγεύθη. Φυσικά, ουδέποτε κατάλαβα το γιατί. Επί είκοσι επτά συνεχή έτη παραμένει μαγεμένη. Είχα και έχω βεβαίως την στοιχειώδη λογική για να είμαι καλό και εύτακτο παιδί μαζί της. Το να λυθούνε τα μάγια που την κρατάνε δεμένη, φρονώ πως θα ήταν ολέθριο. Ουδεμία άλλη θα με άντεχε περισσότερο από δέκα λεπτά. Ποια νουνεχής θα άντεχε έναν εργασιομανή, επίμονο, με άδειες τσέπες, συνοφρυωμένο, βαρύ κι ασήκωτο Ανατολίτη που ζει στην καρακοσμάρα του, χωμένος σε βιβλία, γκρινιάζει συνεχώς με την καλύτερη δυνατή των κυβερνήσεων που εξέλεξαν – όπως και τις προηγούμενες – πανηγυρικώς οι συμπολίτες του, σιχαίνεται τα ψέματα, ακόμα και αν είναι κατά συνθήκη, είναι βωμολόχος, έχει εμμονές, (πιστεύει ακράδαντα πως για να περάσεις έναν τοίχο πρέπει να του επιτεθείς με το κεφάλι) και αγαπάει παθολογικά – πλην εκείνης – τον πολιτισμό, ένα σκυλί και την πατρίδα; Και καλά τον πολιτισμό και το σκυλί. Την πατρίδα που ουδέποτε τον αγάπησε γιατί την αγαπάει; Όποιος λύσει το μυστήριο κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον.

Ας πάμε τώρα σε κάτι που σας ενδιαφέρει και αν δεν το μάθετε δεν θα μπορείτε να ζήσετε. Τι δώρα πήρε η Χαρά των οφθαλμών του γέροντος Κωνσταντίνου.

Η κόρη μας απέκτησε, δώρο της μαμάς της, ένα χλιδάτο λουράκι με στρας. Έκτοτε, κυκλοφορεί εντός της οικίας μας επιδεικνύοντάς το παντού, περήφανη σαν πόρνη πολυτελείας. Εγώ της αγόρασα ένα τερατώδες κόκκαλο τυραννόσαυρου Ρεξ. Το εκτίμησε τόσο, που το μετακομίζει όπου πάει. Φοβάται το ζωντανό πως θα του το φάω αν το αφήσει έστω και για πέντε λεπτά από το στόμα του. ‘Όταν κοιμάται το κρατάει αγκαλιά. Η σχέση μου με την κόρη μου είναι γνωστή σε όσους κάνουν τον κόπο να με διαβάζουν. Εκτιμώ αφάνταστα την τρυφερότητα, την ειλικρίνεια, την αναλυτική της σκέψη και την ευθύτητα με την οποία εκφράζει τις απόψεις της. Δεν γνωρίζει τι είναι το ψεύδος και οι δολοπλοκίες των γυναικών. Γι αυτό την εκτιμώ αφάνταστα και σέβομαι τη γνώμη του ζώου. Μπαμπά μου, μου είπε βλέποντας με προβληματισμένο: μην σπας το κεφάλι σου πασχίζοντας να βρεις που κρύβεται ο Παππάς. Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πουν’ ο παπάς; Είναι σίγουρο πως θα κρύβεται μπρος στα μάτια τους. Αυτή είναι η καλύτερη κάλυψη. Όταν σε ψάχνουν, να κρύβεσαι εκεί που δεν θα πάει το μυαλό κανενός. Στοιχειώδες. Ένα ωραίο μέρος είναι η ΓΑΔΑ. Ένα άλλο, το σπίτι του Χρυσοχoίδη. Ένα τρίτο οι φυλακές. Ποιος θα ψάξει στις φυλακές;

Βρήκα τη λογική της ακαταμάχητη και σπεύδω να καταθέσω την άποψη της, διότι ως γνωστόν είμαι νομιμόφρων και σεμνήνομαι να πω ότι πάντοτε εμείς οι Μποσταντζόγλου με τις προηγμένες επιστημονικές μας γνώσεις και την πρωτοτυπία των σκέψεων μας σταθήκαμε αρωγοί προς το κράτος στας δύσκολους στιγμάς.

Ένα μόνο ζητώ: αν βρεθεί ο Παππάς σε κάποιο απ’ αυτά τα μέρη, η δόξα να πιστωθεί στη Χαρά μου. Το ζωντανό χρειάζεται αυτοπεποίθηση. Κάποτε έσφαλε στις εκτιμήσεις του για έναν που νόμιζε πως την ηράσθη, επροδόθη όμως και έκτοτε η αυτοεκτίμηση τoυ πήρε την κάτω βόλτα. Για να της ανυψώσω το ηθικό τότε, της είπα μια διδακτική ιστορία. Κάποτε στα αρχαία χρόνια, κάποιος που δεν γνωρίζεις, αγαπούσε τα ζώα. Ιδίως τους ταράνδους. …Μέχρι την στιγμή που έγινε τάρανδος ο ίδιος και κοπάναγε στις πόρτες. Τότε, προς στιγμή, η αγάπη του προς τους ταράνδους εκάμφθη. Συνήλθε όμως σύντομα, γιατί ήταν εγνωσμένης ευφυίας, κατάλαβε πως οι τάρανδοι δεν έφταιγαν για να μην τους αγαπάει, άλλα του έφταιγαν, και έκανε μετά απ’ αυτό το μάθημα που του έδωσε η ζωή, τα ίδια ακριβώς λάθη που τον είχαν κάνει να μεταμορφωθεί σε τάρανδο. Κατά συρροή και εξακολούθηση. Κατάλαβες το ηθικό δίδαγμα;

Το ζώο με κοίταξε επιφυλακτικά. Δεν τον ξέρω είπαμε, έτσι; Δεν τον ξέρεις, του είπα. Δεν τον ξέρεις.

Στοχασμός, 15 Δεκεμβρίου

Σαν κομμουνιστής ποτέ δεν θέλησα να κάνω φτωχούς τους πλούσιους. Είναι λίγοι. Πάντα ήθελα να κάνω τους φτωχούς πλούσιους. Αυτοί είναι πολλοί.

Ευχετήριο, παραμονή Χριστουγέννων

Χτες το βράδυ, σκεφτόμουνα σοβαρά – κάτι που μου συμβαίνει σπανιότατα – πως πρέπει να γράψω ευχές στις φίλες και τους φίλους μου για να χαρούν όπως εγώ, για την γέννηση του θεανθρώπου. (Τους συγγενείς μου τους ξεπετάω και με το τηλέφωνο). Δυστυχώς, ανακάλυψα με τρόμο, πως οι φίλοι και οι φίλες μου έφτασαν αισίως τους 2678 (χωρίς να υπολογίζω τους γνωστούς) και αυτό ύστερα από αυστηρότατη επιλογή.

Το να ευχηθώ ευγενικά – όπως με έμαθαν οι αείμνηστοι γονείς μου – σε 2678 άτομα ξεχωριστά, θεώρησα πως είναι εφικτό μεν, αλλά όταν θα είχα ευχηθεί στο πλήθος που αντιπροσωπεύετε, θα έπρεπε να ξαναρχίσω να σας εύχομαι γιατί θα είχε φτάσει το Άγιον Πάσχα που μαζεύουμε λουλουδάκια, χοροπηδάμε σαν κατσίκια στους αγρούς, λέμε καλή Ανάσταση, φιλιόμαστε με πάθος, ψήνουμε τα αθώα αρνάκια, τα τρώμε , τρώμε και κόκκινα αυγά, καπάκι κατεβάζουμε και τρία βαθιά πιάτα μαγειρίτσα, πίνουμε κτηνωδώς, και πέφτουμε σε κώμα από το ντερλίκωμα.

Πήρα την μεγάλη απόφαση λοιπόν να ξεμπερδέψω με τον μπελά που μου δημιουργούν οι ευχές με πρακτικό τρόπο. Σε όλους και όλες σας, συλλογικά, λέω ένα σεμνό και απλό ευχαριστώ που με ανεχτήκατε το 2020 που φεύγει, (ευτυχώς για όλους μας) και σας αναγγέλω κάτι ευχάριστο που ασφαλώς θα σας ρίξει σε κατάθλιψη χρονιάρες μέρες. Θα ζήσω αρκετά χρόνια ακόμα. Έτσι. Για την αλητεία.

* Στοχασμός, 30 Δεκεμβρίου:

Όποιος διαβάζει, όποιος αγαπάει αληθινά και όποιος σκέφτεται, μπορεί να έχει χιούμορ. Όποιος πάλι έχει χιούμορ, κοροϊδεύει τον θάνατο. Όποιος κοροϊδεύει τον θάνατο, καταλαβαίνει πόσο μάταιη είναι η ζωή. Όποιος καταλαβαίνει πόσο μάταιη είναι η ζωή, δεν είναι καραγκιόζης για να τέρπει τους άλλους με συνεχή αστειάκια. Είναι βαθιά θλιμμένο άτομο. Κάτω από το χιούμορ του κρύβονται αλήθειες πιο πικρές κι από κινίνο. Το χιούμορ είναι η ζάχαρη που καλύπτει το «κινίνο» για να μπορέσουμε να το καταπιούμε. Για να προσφέρεις το χιούμορ, χρειάζεται αληθινή αγάπη. Για όλο τον κόσμο. Όχι μόνο για το τομάρι σου. Καταλάβατε; Αλφαβητάρι του κομμουνισμού λέγεται αυτό. Αν δεν καταλάβατε, πάμε πάλι από την αρχή.

Το τελευταίο του εκτενές κείμενο στο Φέισμπουκ, 18 Ιανουαρίου (και προτελευταία ανάρτηση γενικώς).

Αγαπώ τους ανθρώπους. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους που νοιάζονται. Είναι αυτοί που με μικρές τους πράξεις με κάνουν να ελπίζω πως στο τέλος ο ζόφος και το σκοτάδι θα νικηθούν. Πως το δίκαιο, η καλοσύνη, η αγάπη η εντιμότητα, η γνώση και ο πολιτισμός θα κερδίσουν κάποια στιγμή την παρτίδα και την πατρίδα. Χρωστάω ό,τι είμαι στους ανθρώπους. Σ΄αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί δεν χρωστάνε – δεν χρωστάγανε ποτέ – σε μένα. Γι αυτό άλλωστε δεν τους ζητάω ποτέ τίποτα. Απλά τους ευχαριστώ που υπάρχουν. Κανένας δεν τους ανάγκασε να είναι καλοί άνθρωποι. Μόνον η έμφυτη αίσθηση αξιοπρέπειας και ηθικής που πηγάζει από την παιδεία τους, τους κάνει να είναι τέτοιοι.

Αυτοί που δεν είναι καλοί – και είναι πολλοί – με κάνουν να απελπίζομαι. Ξέρουν πως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή» και αρνούνται να «παιδευτούν» για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα. Βολεύονται με ένα απαξιωτικό «εγώ θα αλλάξω τον κόσμο»; και ξεμπερδεύουν διαιωνίζοντας αυτόβουλα την υποταγή. Την δική τους και των άλλων. Κι όμως. Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει από τον καθένα μας. Μια έγχρωμη, η Ρόζα Παρκς αρνούμενη να σηκωθεί από τη θέση της στο λεωφορείο των λευκών – επειδή ήταν κουρασμένη – γύρισε τούμπα το παγιωμένο και θεσμοθετημένο καθεστώς του ρατσισμού στον Αμερικάνικο νότο. Μια μικρή Παλαιστίνια που είχε συλληφθεί γιατί χαστούκισε έναν Ισραηλινό στρατιώτη που της γκρέμισε το σπίτι, στην ερώτηση μιας στρατοδίκη λοχαγού «πως τόλμησε να χαστουκίσει έναν Ισραηλινό στρατιώτη» απάντησε απλά: «να σας δείξω»; Κάποιος «λαπάς» ποιητής, στο ηθικό δίλημμα που του έθεσε ένας δικαστής – τρομάρα του – γιατί δεν υπογράφει δήλωση αποκήρυξης όσων πίστευε – πράγμα που θα του έδινε το δικαίωμα να δει επιτέλους το παιδί του, είπε: εκατομμύρια χρόνια έκανε ο άνθρωπος να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν μπορώ εγώ να τον ξαναγυρίσω στα τέσσερα.

Αυτοί και άλλοι τέτοιοι στάθηκαν και στέκουν – όσοι ζουν ακόμα, γιατί μόνον αυτοί «ζουν» – με ορθό το κεφάλι απέναντι σε εκβιασμούς, διώξεις, βασανιστήρια, ακόμα και στην βιολογική τους εξόντωση. Αυτοί και άλλοι εκατομμύρια άλλοι, αλλάζουν με τη στάση και την ηθική τους τον κόσμο. Άλλαξαν τον κόσμο. Νίκησαν τον τρόμο και τον φόβο. Είναι οι σύγχρονοι «άγιοι». Δεν ήταν πιο γενναίοι από εμένα ή από σας. Φοβόντουσαν και αυτοί. Πονάγανε όπως πονάει ο καθένας. Νοιάζονταν όμως. Όχι μόνον για τον εαυτό τους. Νοιάζονταν για όλους. Και δίνουνε. Δίνουνε. Συνέχεια δίνουν. Δίνουνε, μουσικές, τραγούδια και χορούς, έργα, πολιτισμό και γνώση. Μας διδάσκουν. Μας μαθαίνουν να αγαπάμε τον τόπο μας, τούτο τον ξερότοπο που μαχαιρώνουν κυπαρίσσια τον ουρανό του, τον τόπο που αρκεί να τον σκάψεις με το νύχι για να ξεθαφτούν αγάλματα, μάγια, αίματα και κόκαλα μεγάλων ανθρώπων. Για να ξεθάψεις την ιστορία, τις ιστορίες των ταπεινών, τους τεχνίτες , τους ξωμάχους, αυτούς που πελεκάνε στην πέτρα και το μάρμαρο αγρίμια κι αγριμάκια, τους δασκάλους των χωριών που είναι άγνωστοι και τους θεραπευτές, τους ζωγράφους της ομορφιάς σαν τον Χατζημιχαήλ, αυτούς όλους που σώζουν τις παραδόσεις της ανθρωπιάς.

Όλοι ετούτοι δεν δίστασαν στιγμή όταν τους ρώτησαν με ποιους θα παν και ποιους θα αφήσουν. Διάλεξαν. Απλά διάλεξαν. Πήγαν με το μέρος της καρδιάς. Δεν πήγαν με τους ισχυρούς. Με τους κατακτητές. Με τους αρχόντους. Τους «άριστους». Τους «νικητές» που αλλάζουν γνώμες σαν λερωμένα πουκάμισα. Με αυτούς που γράφουν την ιστορία και την ηθική μεταξύ του ρεαλισμού, του κυνισμού – τα πάντα τελικά – μεταξύ του αφαλού και των γονάτων. Διάλεξαν να είναι δίπλα μας όσοι νοιάζονταν πραγματικά, για να ονειρεύονται μαζί μας, να μας χτυπάνε χαιδευτικά στην πλάτη όταν πονάγαμε, να τραγουδάνε για τις όμορφες, για να μας παρηγορήσουν όταν κλάψαμε, όταν είπαμε τους καημούς μας, όταν σεργιανούσαμε στα σοκάκια με τα χαμόσπιτα, όταν σκοντάφταμε στα βρεγμένα καλντερίμια των επαρχιακών πόλεων, όταν χορέψαμε μονάχοι μπροστά σε ένα τζουκμποξ, όταν μας στήριξαν προσφέροντας μας ένα ποτηράκι κρασί κι ακούγοντάς μας όταν δεν είχαν να μας δώσουνε τίποτα άλλο. Από τους άλλους απ’ αυτούς που «σκίζονταν» για να μας κυβερνήσουν «για το καλό μας», προκόψαμε. Γράψαμε από κάσα που λένε οι χαρτοπαίκτες.

Αγαπώ λοιπόν τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που νοιάζονται. Είναι αυτοί που με μικρές τους πράξεις με κάνανε να ελπίζω πως στο τέλος ο ζόφος, το σκοτάδι και η αρρώστια θα νικηθούν. Πως το δίκαιο, η καλοσύνη, η αγάπη η εντιμότητα, η γνώση και ο πολιτισμός θα κερδίσουν κάποια στιγμή την παρτίδα και την πατρίδα. Χρωστάω ό,τι είμαι στους ανθρώπους. Σ΄αυτούς τους ανθρώπους. Αυτούς που με «μεγάλωσαν». Που με μάθανε να σέβομαι τους άλλους. Να σέβομαι τις γυναίκες και να ντρέπομαι για την κατάντια όσων τις πληγώνουν. Για όσους τις βιάζουν. Που με μάθανε πως η βία που στρέφεται εναντίον τους, είναι βία εναντίον μου. Δεν χρειαζόταν η Μπεκατώρου που είναι επώνυμη και αναμφισβήτητα γενναίος άνθρωπος για να τραβήξει την κουρτίνα του «όμορφου κόσμου, αγγελικά πλασμένου» για να μου το αποκαλύψει. Το ήξερα από πάντα. Από χιλιάδες άλλες ανώνυμες που σηκώσανε τον σταυρό τους κι ανεβήκανε τον Γολγοθά. Μόνες. Στιγματισμένες. Ολομόναχες στην πικρή πατρίδα. Στην πατρίδα που ο φασιστικός ολοκληρωτισμός καλπάζει αλλόφρων δέρνοντας ανηλεώς σταθμάρχες διότι «προσεβλήθη». Στην πατρίδα που η βία τείνει να γίνει ενδημικό φαινόμενο. Που η οπλοχρησία, το σπορ της δολοφονίας δια «ασήμαντο αφορμή», για «κτηματικές διαφορές», γιατί είναι σκούρος και «μας παίρνει τη δουλειά», γιατί είναι «κομμουνι και αναρχοάπλυτος» και το ρεφρέν «την σκότωσα γιατί την αγαπούσα» είναι θεσμοί και βρίσκουν ακόμα και στα «κόμματα» πρόθυμους υπερασπιστές και συνηγόρους. Ο ανορθολογισμός και η απανθρωποποίηση σ’ όλο τους το μεγαλείο είναι εδώ. Η κατάσταση φυσικά δεν διορθώνεται με περισσότερη αστυνομία και λιγότερους γιατρούς, ούτε με περισσότερη καταστολή και λιγότερους δασκάλους. Με περισσότερα πρόστιμα και την αυτάρκη λογική «όλα τα κάνω σωστά» που εκπέμπει ο πομπός Μωυσής που συν τοις άλλοις είναι γκόμενος και έχει γυναίκα υπέρκομψη.

Παρόλα αυτά και μ’ όλα ταύτα, τα θεόστραβα, εγώ θα εξακολουθώ να αγαπάω τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που νοιάζονται. Που νοιάζονται για το δίκαιο και την αλήθεια. Που χωρίς παρωπίδες κάνουν μικρά πράγματα για να ξορκιστεί το κακό και η άγνοια που μας δέρνει σαν κοινωνία. Θα είμαι μ’ αυτούς και θα το παλεύω. «Ρομαντικός έως θανάτου» όπως με κατηγόρησε κάποτε κάποια που είχα αγαπήσει.

Καλό ταξίδι, κύριε Κώστα μας!

https://sarantakos.wordpress.com/2021/02/14/kostabost/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δήμος Σάμης - Εκδήλωση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία

  Οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου Σάμης σας προσκαλούν την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022 σε εκδήλωση με αθλητικά δρώμενα που θα πραγματοποιηθε...