Εκεί που αρχινάει η μέρα εκεί γίνεται νύχτα. «Κουνήσου, τσακίσου. Μωρέ γιατί σ’ αυτό το πλοίο όλοι κοιμούνται; Γιατί δεν κουνιέστε όλοι σας; Ε, εσύ Χαράμ. Βίρα τις άγκυρες. Σάλαχ, στο τιμόνι! Μην το ζορίζεις. Το παιδεύεις δεξιά κι αριστερά γι’ αυτό σε παίρνει. Ένα τόνο κάρβουνο χαραμίζουμε στη βάρδια σου με τις παρατιμονιές σου. Σ’ το ‘χω πει τόσες φορές. Θέλει γλυκά, γλυκά…»
Μα τα σαράντα κύματα, γερνάω και ξεχνώ. Πάμε να φύγουμε μακριά. Μακριά απ’ αυτόν τον χειμώνα που μας τρυπάει τα κόκαλα. Η θάλασσα είναι δικιά μας. Μας ανήκει. Το ορκίζομαι. Μπορεί να γεννήθηκα στη στεριά αλλά η θάλασσα με έχει μάθει. Αλάτι τρέχει στις φλέβες μου. Σαν τον γλάρο που δεν έχει δικιά του γωνιά στη στεριά.
Σ’ αυτό το φαλαινοθηρικό τις νύχτες κάτω από τα κρεβάτια μας τρέχουν κοπάδια από καρχαρίες, γοργόνες, φάλαινες και αστέρια. Βρισκόμαστε στα ανοιχτά. Εκεί που δεν υπάρχουν όρια, λιμάνια και στεριές. Ταξιδεύουμε και κυνηγούμε. Λεβιάθαν. Φάλαινες.