Είχαμε ακόμα κλειστές τις μεγάλες πόρτες της εκκλησιάς και ταχτοποιούσαμε με προσοχή τον πένθιμο διάκοσμό της. Ο «Σωτήρας» ήταν η μητρόπολη τ’ Αργοστολιού, κι ο παπάς της φιλοδοξούσε πάντα να τη δείχνει πλουσιοστόλιστη και καθαρή. Είχαμε βάλει στους πολυελαίους και στα πολυκάντηλα μαύρα σουφρωτά μεγάλα «τούλια», είχαμε δέσει στα χέρια των αγγελουδιών μαβιές ταινίες, κι είχαμε καρφώσει στα κεριά παντού «κονκάρδες» στρογγυλές, με μακριές ασπρόμαυρες κορδέλες.
Στη μέση της εκκλησιάς, λίγο πιο πάνω από τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό της, είχαμε κουβαλήσει κι είχαμε βάλει σε σειρά τις πέντε μεγάλες λαξεμένες «γοργοθόπετρες»: μια μεγαλύτερη στο κέντρο για το Σταυρό — μαρμάρινη, βαριά ως 400 λίτρες — και γύρω της τέσσαρες πιο μικρές, με μπηγμένα μέσα τους τα ξύλινα μανάλια και τα ξαφτέρούγα.