Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Μεγάλη Πέμπτη του 1923 στ’ Αργοστόλι (αφήγημα του Δημήτρη Λουκάτου)

 


Είχαμε ακόμα κλειστές τις μεγάλες πόρτες της εκκλησιάς και ταχτοποιούσαμε με προσοχή τον πένθιμο διάκοσμό της. Ο «Σωτήρας» ήταν η μητρόπολη τ’ Αργοστολιού, κι ο παπάς της φιλοδοξούσε πάντα να τη δείχνει πλουσιοστόλιστη και καθαρή. Είχαμε βάλει στους πολυελαίους και στα πολυκάντηλα μαύρα σουφρωτά μεγάλα «τούλια», είχαμε δέσει στα χέρια των αγγελουδιών μαβιές ταινίες, κι είχαμε καρφώσει στα κεριά παντού «κονκάρδες» στρογγυλές, με μακριές ασπρόμαυρες κορδέλες.

Στη μέση της εκκλησιάς, λίγο πιο πάνω από τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό της, είχαμε κουβαλήσει κι είχαμε βάλει σε σειρά τις πέντε μεγάλες λαξεμένες «γοργοθόπετρες»: μια μεγαλύτερη στο κέντρο για το Σταυρό — μαρμάρινη, βαριά ως 400 λίτρες — και γύρω της τέσσαρες πιο μικρές, με μπηγ­μένα μέσα τους τα ξύλινα μανάλια και τα ξαφτέρούγα.

Είμαστε τέσσαροι «μαθητάδες», που βοηθούσαμε τον παπά Λαγγούση. Εγώ ήμουν ο πιο μεγάλος ανάμεσά τους, κι είχα πάρει μεγαλύτερη πρωτοβουλία στην εσωτερική υπηρεσία της εκκλησιάς. Εκτός από την εύνοια του παπά, είχα και το θάρρος του πατέρα μου, πού ήταν ψάλτης εκεί. Έμπαινα και έβγαινα στο ιερό με τουπέ, κανόνιζα ποια άλ­λα παιδιά θα έμπαιναν μαζί μου, ανέβαινα στο καμπαναριό και σήμαινα, πήγαινα με εμπιστευτικές αποστολές στα μα­κρινά σπίτια της ενορίας (1).

Εκείνο λοιπόν τ’ απόγευμα ετοιμάσαμε την εκκλησιά για τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» με πάστρα και με φροντίδα. Σουρούπωνε πια, κι ακούαμε τον κόσμο που μαζευόταν στο λιθόστρατο ή χτυπούσε τις πόρτες αδημονώντας. Ήταν καιρός ν’ ανοίξουμε. Κοιτάξαμε να μη βρίσκεται τίποτα αταχτοποίητο ή ριγμένο καταγής, κρεμάσαμε τη σημαία στο γυναιτίκι «μετζάστρα», σιάξαμε λίγο τις κουρτίνες του θρόνου της Παναγίας, πλύναμε τα χέρια μας, κι ανοίξαμε…

Η ακολουθία άρχισε στις οκτώ το βράδυ. Ο κόσμος γέμιζε πάντα «πήχτρα» την εκκλησιά. Οι επίτροποι -μεγαλέμποροι τ’ Αργοστολιού, ο Σπυράγγελος ο «Αβλιχάκης» κι ο Βαγγελάκης ο «Γάλλος» — υποδέχονταν τους ενορίτες και τούς τακτοποιούσαν, σαν τελετάρχες. Εμείς οι «μαθητάδες» τρέχαμε από δω κι από κει να προλάβουμε ένα σωρό δουλειές, που μας παρουσιάζονταν. Είχαμε να παραλαβαί­νουμε τα κεριά και τα «φιόρα» που έφερναν οι ενορίτισσες για το Σταυρό — χύμα λουλούδια κι όχι στεφάνια— είχαμε να σβήνουμε τα κεριά των πολυελαίων, που ξελαμπάδιζαν, είχαμε να κουβαλάμε καρέκλες στις ηλικιωμένες κυρίες και στους γέροντες, που δεν βρήκαν στασίδι. Ο παπά Λαγγούσης ήταν σκυμμένος διαρκώς πίσω από τις τρύπες του ξυλό­γλυπτου Τέμπλου, και από κει παρακολουθούσε την κίνηση του εκκλησιάσματος. Κάθε τόσο μου φώναζε:


—    Μίμη, καρέκλα τση σιόρα-Μπάρμπαρας!


—    Μίμη, η κυρία Άντζολα!


—    Μίμη, ο γιατρός ο Μικελώτος!

Κι όλο έτρεχα να στείλω ή να κουβαλήσω από μια καρέ­κλα στις προσωπικότητες, που μου παράγγελνε. Ευτυχώς είχαμε κάμει από νωρίς προμήθεια από το καφενείο του «Τσαμεναράκη», κι έτσι περίσσευαν για να πάρουν όλοι. Κι ακόμα για να περιποιηθώ κι εγώ δικούς μου ευνοούμενους, ιδιαίτερα τις μητέρες των γνωστών μου κοριτσιών.

Τούτα τα βράδια της Μεγάλης Βδομάδας, έτσι καθώς πέφτουν μέσα στις πρώτες μέρες της Άνοιξης, λες κι είναι ειδικά φτιαγμένα για τον παιδόκοσμο, να του γεννάνε τις πρώτες ερωτικές συγκινήσεις, να του γεμίζουν την ψυχή από ρομαντική διάθεση… Παρακολουθούσαμε με το κερί στο χέρι τις «Σύνοψες», καθώς ο παπάς διάβαζε ένα-ένα τα Ευαγγέλια, μα τα μάτια μας ξέφευγαν πάντα προς τα αντι­κρινά πρόσωπα των κοριτσιών, που κόκκινα και όμορφα κάτω από τα φώτα, μας κοίταζαν ξαφνιασμένα.

Τα ευαγγέλια των Παθών ποτέ δεν τα λένε ψαλτά οι παπάδες τ’ Αργοστολιού. Ποτέ δεν πνίγουν τα συγκινητικά επεισόδια της σταύρωσης μέσα σε ρινοφωνίες ή ανόητους λαρυγγισμούς. Ο παπά Βλάχος στην Ανάληψη, ο παπά Σκιαδαρέσης στο Φουσάτο, κι ο παπά Λαγγούσης στο Σωτήρα, έλεγαν τα πιο ωραία ευαγγέλια. Αυστηροί στην εμφάνιση και στο ύφος, ντυμένοι κατάμαυρα άμφια, έβγαιναν κάθε τόσο στην Ωραία Πύλη, και πάνω σ’ ένα μαυροντυμέ­νο αναλόγιο διάβαζαν αφηγηματικά τα κείμενα των ευαγγελιστών: «Απεκρίθη ο Πιλάτος: — Μήτι εγώ Ιουδαίος ειμί; Το έθνος το σον και οι Αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί· τι εποίησας;…». Ο κόσμος παρακολουθούσε έτσι από το στόμα τους «τη δίκη», γεμάτος ενδιαφέρον και συγκίνηση. Κανέ­νας θόρυβος δεν ακουόταν τότε στην εκκλησιά, εκτός από κάτι αναστενάγματα, που έβγαζαν από τα Κατηχούμενα, πού και πού, οι γριούλες. Όταν οι παπάδες έφταναν στο τέλος, σήκωναν λίγο τη φωνή τους, έτσι για να δηλώσουν πως τε­λειώνει το Ευαγγέλιο, κι έλεγαν τις τελευταίες λέξεις ψαλ­τά. Κι οι ψαλτάδες αντιφωνοϋσαν πάνω στον τόνο τους, χα­ρούμενα: «Δόξα τη μακροθυμία σου, Κύριε, δόξα σοι».

Όλα τότε ξανάπαιρναν κίνηση μέσα στην εκκλησιά. Οι επίτροποι έβγαζαν τούς δίσκους, οι όρθιοι ξανακάθονταν στα στασίδια τους, (που χτυπούσαν ένα ένα απανωτά), οι κυ­ρίες άνοιγαν τα «βέντουλα», τα κορίτσια έσβηναν τα κεριά τους, κι εμείς τα παιδιά μασουλούσαμε κανένα στραγάλι, από κείνα που μας προμήθευε το κοντινό στραγαλάδικο του «Λοράντου». Θυμάμαι μάλιστα που βάζαμε καμιά φορά, μέ­σα στο Ιερό, το τελευταίο στραγάλι πάνω στη σύνοψη, και συμφωνούσαμε να το πρωταρπάξουμε, όταν οι ψαλτάδες θα έφταναν σ’ ορισμένη φράση. Και «κουτουπωνόμαστε» ά­σχημα τότε, σε τρόπο που ερχόταν ο παπάς και μας εχώριζε.

Το καλλιτεχνικό γεγονός, για όλες τις εκκλησιές τ’ Αργοστολιού, ήταν απόψε το ψάλσιμο του «Σήμερον κρεμάται». Ιδιαίτερα στο Σωτήρα, όπου θα το ’λεγε ο πατέρας μου, ο κόσμος ξεσηκωνότανε κι ερχόταν από νωρίς να πάρει θέση. Άνθρωποι που δεν πατούσαν άλλοτε στην εκκλησιά, έφταναν εκείνο το βράδυ ως το κατώφλι της πόρτας της και περίμεναν. Οι καφετζήδες κι οι μανάβηδες έκλειναν για μια στιγμή τα μαγαζιά τους κι έτρεχαν να τ’ ακούσουν. Κι όσο πλησίαζε η ώρα του, τόσο ο κόσμος σπρωχνόταν προς το τέμπλο.

Μεγαλόπρεπη και κατανυχτική σκηνή. Ο παπά Λαγγούσης έβγαινε με τον Σταυρωμένο στα χέρια του στην Ω­ραία Πύλη, κι εκεί στεκόταν ακίνητος, αμίλητος, σεμνός… Είχαμε σβήσει γύρω τα άλλα φώτα της εκκλησιάς, κι απόμεναν μονάχα, πίσω από τις πλάτες του, τ’ αναμμένα κεριά της αγια-Τράπεζας, που δίνανε υποβλητική γραμμή στη σιλουέτα του.

Κάτου από τα σκαλοπάτια του «σολέα», ακριβώς αντί­κρυ από τον παπά, είχε κατέβει και στεκόταν ο πατέρας μου, τριγυρισμένος από πλήθος ισοκράτες, βαθύφωνους και τε­χνικούς. Περίμενε λίγο, κι ύστερα, μέσα στην απόλυτη σι­γή, άρχιζε πάνω στο βαθύ ισοκράτημά τους γλυκά, συγκρο­τημένα και μελοδραματικά, τους πρώτους στίχους του «Σή­μερον κρεμάται». Ο ύμνος αυτός, τονισμένος σ’ ένα ιδιόρ­ρυθμο μινόρε από τον παλαιότερο ψάλτη Γεώργιο Σολωμό, συγκινούσε πάντα το κοινό με τις «τεατράλε» μουσικές «θέ­σεις» του, με τις μελωδικές του αλλαγές και το κυματιστό θρήνημά του (2). Κρατούσε 8 ως 10 λεπτά της ώρας. Οι επαναλήψεις του πρώτου στίχου του ήταν η καθεμιά τους κι από μια καινούρια μουσική προσφορά. Οι λέξεις του Πάθους αποδίνονταν με τη σημασία τους. Πόσο παραστατικά έψαλλε ο πατέρας μου το «περιτίθεται», το «ράπισμα», το «λόγχη», το «εν νεφέλαις»! Εκτός από τη γλύκα της φωνής του είχε και τέχνη ηθοποιού, καθώς έψαλλε. Γι’ αυτό και όλοι τον άκουαν συνεπαρμένοι, γι’ αυτό κι όταν τέλειωνε, πήγαιναν πολλοί και τον φιλούσαν. «Να ζήσεις, Σωτηράκη μας!» Οι γυναίκες κάτου στα Κατηχούμενα δάκρυζαν από το ψάλσιμό του, κι ύστερα συγχαίρονταν για λογαριασμό του τη μητέρα μου: «Ο θεός να σου τόνε χαρίνει, σιόρα Χαρίκλεια!» (3).

Μόλις ο ύμνος ετελείωνε, και ξανάλεγε «τρεχάτα» τα λόγια του ο αριστερός, ξανάναβαν όλα τα φώτα της εκκλησιάς, φούντωνε το μοσκολίβανο μέσα στο θυμιατό, το εκκλησίασμα έκανε την κριτική του, και ο παπάς ξεκινούσε με το Σταυρό για τη μεσινή γοργοθόπετρα, όπου τον έστηνε σε κοινό προσκύνημα.

Η Ακολουθία έπειτα κρατούσε ως τις 11 1/2 τη νύχτα. Ο κόσμος που απόμενε δεν ήταν πάρα πολύς. Έφευγαν οι πε­ρισσότεροι, ύστερ’ από τη σταύρωση. Οι γυναικούλες πάνω στο γυναιτίκι είχαν φέρει από το σπίτι τους κλωστές, και καθώς άκουαν ένα-ένα τα Ευαγγέλια, έδεναν κι από έναν κόμπο σ’ αυτές. Ήταν, λέει, καλό να κρατήσουν έπειτα στο σπίτι τους τούτη τη «δωδεκάκομπη κλωνά», να τήν κρεμά­σουν στα εικονίσματα για όλον το χρόνο, ή να τη βάλουν στο λαιμό των παιδιών τους, για φυλαχτό.

Το τελευταίο Ευαγγέλιο ο παπά Λαγγούσης το έλεγε ολόκληρο ψαλτά και χωρίς αναλόγιο. Με την πανηγυρική φωνή του έδινε την ατμόσφαιρα του τέλους. Σηκώνονταν τότε όλοι από τα στασίδια τους, μάζευαν τα πράγματά τους κι ετοιμάζονταν. Και σε λίγο έφευγαν με χαιρετούρες και με ευχές προς τα σπίτια τους…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Τα σπίτια κάθε ενορίας στ’ Αργοστόλι δεν ήταν απαραίτητο να βρί­σκονται στη γειτονιά της εκκλησιάς. Ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, γιατί ο καθένας ήταν ελεύθερος να γραφτεί όπου προτιμούσε.

Είναι μονωδία σε ήχο πλάγιο δ’, με φθορές από τον πλάγιο α’.

Το θέμα γενικότερα της ψαλτικής των Ύμνων και των Ευαγγελίων των Παθών, με τα τόσο λυρικά λόγια, από τους ψαλτάδες και τους παπάδες των αιώνων μας, μου φέρνει στη σκέψη τον έπαινο που θα πρέπει ν’ απονέμουμε στους τόσους ανώνυμους δεξιοτέχνες και καλλίφωνους εκτελεστές (άσχετα προς τούς συχνούς επίσης κακόφωνους). Διατήρησαν και διατη­ρούν, οι ψαλτάδες (και οι παπάδες) αυτοί, την παλιά μουσική μας παράδοση κι έδωσαν καλλιτεχνικές ώρες στο κοινό, χωρίς καμιά προβολή ή υστεροφημία, σαν εκείνες που εύκολα προσφέρονται σήμερα (από τα τηλεπικοι­νωνιακά μέσα) σε εφήμερους κοσμικούς τραγουδιστές. [Μιλώ για όλη την Ελλάδα. Σημειώνω, όμως, με λύπη μου, ότι πολύ επλήθυναν τελευταία οι φωνητικά αυθαίρετοι παπάδες και διάκοι, που εκφωνούν άμουσα τα άκαιρα «μινόρε» ή τα ειρηνικά τους, κάποτε θυμίζοντας «μαναβικές» φωνές].

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δήμος Σάμης - Εκδήλωση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία

  Οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου Σάμης σας προσκαλούν την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022 σε εκδήλωση με αθλητικά δρώμενα που θα πραγματοποιηθε...